- ατρεκής
- ἀτρεκής, -ές (Α)Ι. 1. πραγματικός, αληθινός2. ασφαλής, σταθερός3. (για πρόσωπα) δίκαιος, αυστηρός4. (το ουδ.) το ἀτρεκέςα) «ατρέκεια», αλήθεια, δικαιοσύνη6) (ως επίρρ.) ακριβώς, στην πραγματικότηταII. επίρρ. ἀτρεκέωςαληθινά, με ειλικρίνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Εάν αποδοθεί στη λ. ατρεκής αρχική σημασία *«ο μη στραμμένος, διαστρεβλωμένος», από την οποία εξελίχθηκε σε «σωστός, ακριβής», τότε πιθ. προέρχεται από α- στερ. και ουδ. *τρέκος «στροφή», το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. tarku- «ρόκα, αδράχτι», λατ. torquēo «στρέφω, στρεβλώνω» (πρβλ. άτρακτος). Το επίθ. ατρεκής χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τις λ. αλάθεια, καιρός, αριθμός, δίαιτα, μαρτυρείται δε στον Ηρόδ. και τον Ιπποκρ. και ποτέ στον αττικό πεζό λόγο, όπου αντικαταστάθηκε από τις λ. ακριβής, ακρίβεια].
Dictionary of Greek. 2013.